- γρυλίζω
- γρυλισμός κ.λπ.βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρυλίζω — γρυλίζω, γρύλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γρυλίζω — 1. βγάζω γρυλισμό (για τους χοίρους και κατ’ επέκταση και για άλλα ζώα). 2. μτφ., μουρμουρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρυλλίζει — γρυλίζω grunt pres ind mp 2nd sg γρυλίζω grunt pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλίζοντα — γρυλίζω grunt pres part act neut nom/voc/acc pl γρυλίζω grunt pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλίζουσι — γρυλίζω grunt pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) γρυλίζω grunt pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλίζειν — γρυλίζω grunt pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλίζοντες — γρυλίζω grunt pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλίζων — γρυλίζω grunt pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π … Dictionary of Greek
γρυλλίζω — και γρυλίζω (AM γρυλίζω και γρυλλίζω) 1. (για χοίρους) βγάζω γρυλλισμό 2. (για πρόσωπα) σκούζω, γογγύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γρύλλος] … Dictionary of Greek